«Γιατί Κύριε μας καταδικάζεις; Γιατί Κύριε μας σώζεις»;
Και ο Κύριος τους απαντά. Και η απάντησή Του είναι κάτι που δεν περιμένουν.
Το κριτήριο του Χριστού για την σωτηρία ή την καταδίκη δεν είναι η τήρηση κάποιων κανόνων, αλλά η σχέση με τους άλλους.
Είναι σαν να μας λέγει ότι τελικά η σωτηρία δεν είναι κάποιο αποτέλεσμα μιας διαδικασίας ατομικών επιτευγμάτων, αλλά η κοινωνία με τους άλλους, η σχέση μας με τους άλλους.
Θα διερωτηθεί λοιπόν κάποιος: Δεν χρειάζεται λοιπόν η νηστεία, η αγρυπνία, η εγκράτεια και γενικότερα η άσκηση;
Φυσικά και χρειάζεται. Όμως από μόνη της δεν οφελεί σε τίποτα. Και ο διάβολος δεν τρώει τίποτα, ούτε κοιμάται ποτέ, όμως αυτό δεν τον οφελεί σε τίποτα.
Η άσκησή μας λοιπόν πρέπει να έχει ένα στόχο. Και ο στόχος αυτός είναι «ο άλλος». Καλούμαστε να κάνουμε «τον άλλο» προέκταση του εαυτού μας.
Η άσκηση δεν πρέπει να γίνεται αυτοσκοπός, αλλά το μέσω που θα βρούμε τους άλλους, θα μαλακώσει η καρδιά μας ώστε να συγχωρεθούμε με τους πάντες και δια πάντα, αλλιώς η άσκηση χάνει το νόημά της.
Η παραβολή της Κρίσεως η οποία ειπώθηκε όχι από κάποιον άγιο αλλά από τον ίδιο τον Κύριο μας λέγει ξεκάθαρα ποιο είναι αυτό που Τον ευαρεστεί.
Και τον ευαρεστεί η φιλάνθρωπη διάθεση προς όλους, η ανεξικακία, η καλή πρόθεση η οποία πηγάζει μέσα από το ασκητικό πνεύμα που μας δίδαξαν οι Θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας.
Η μεγαλύτερη άσκηση είναι η αγάπη, αυτήν καλούμαστε να αποκτήσουμε και να ζήσουμε με όλους τους συνανθρώπους μας.
Διότι τελικά εάν κάνω τις μεγαλύτερες πνευματικές ασκήσεις, καλλιεργώ σχεδόν όλες τις αρετές αλλά «αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί».
αρχιμ.Παύλος Παπαδόπουλος