Σ” ένα μοναστήρι , δεν θέλω να το ονομάσω, ο παπάς θυμίαζε. Κι όταν έφτασε σ” έναν προϊσταμένο, δεν τον εθυμίασε. Ο προϊστάμενος, όταν προχώρησε παραπέρα:
-Παπά, γιατί δεν με θυμιάζεις;
-Γέροντα, ευλόγησον, δεν σε είδα στο στασίδι.
-Στο στασίδι ήμουνα, πάτερ, λέει.
-Όχι, δεν σε είδα στο στασίδι.
Οι άλλοι που άκουσαν αυτή τη φιλονικία του προϊσταμένου και του ιερέως, λένε:
-Γέροντα, ο παπάς είναι διορατικός, ξέρει τι σου λέει.
Σκέφθηκε, σκέφθηκε… -_Έχει δίκιο ο παπάς, λέει, διότι δεν ήμουνα εδώ, ήμουνα σ” ένα μετόχι. Ο λογισμός του. Βλέπετε;
Ο άγιος Νεκτάριος στην Αίγινα, όταν πήγε μία να γίνει καλόγρια, να πούμε, ήταν δόκιμη, λέει: «Παιδί μου, να βοσκήσεις, έχουμε πέντε-δέκα προβατάκια, να τα βοσκήσεις».
-Ε, νά “ναι ευλογημένο.
Μια μέρα, δυο, «Γέροντα», λέει, «με πιάνουν και μένα οι λογισμοί, εγώ ήρθα να γίνω καλόγρια, δεν ήρθα να γίνω τσοπάνης».
-Παιδάκι μου, λέει, όταν θυμιάζω σε βλέπω στο στασίδι.
Η καλόγρια, καίτοι ήταν τσοπάνης, αλλά ο λογισμός της ήτανε στην ευχούλα, μέσα στην εκκλησία ήταν ο λογισμός της, οπότε και ο ο άγιος την έβλεπε μέσα.
Ο λογισμός κρίνεται. Από τον λογισμό αχρειούμεθα και από το λογισμό βελτιούμεθα.Ο καλόγηρος δεν έχει πράξη, έχει λογισμό. Ο λογισμός σου πήγε στο όχι καλό; Είσαι υπεύθυνος, είσαι υπεύθυνος. Θα πεις: Μα και ο λογισμός του ανθρώπου δεν μαζεύεται. Καλά, αλλά όταν φεύγει, μάζεψέ τον πάλι, μάζεψέ τον πάλι.
Είχα θανή -νομίζω, δεν θυμάμαι- τον Γέροντά μου. Και ήρθε ένας καλόγερος από πάνω απ” την Κερασιά, και λέει: Όσο νά “ρθω εδώ, τρεις φορές είπα τους χαιρετισμούς της Παναγίας».
Βλέπετε πώς αγωνίζονται οι πατέρες! Πώς αγωνίζονται!