1. Ἀπό κάθε πνευματική θεωρία, ἀδελφοί, πρέπει να προηγεῖται ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα καί ἡ ἀγάπη· προπάντων ὅμως ἡ ἀγἀπη. Ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα διδάσκουν τόν ἄνθρωπο νά καταφρονεῖ τά ὁρατά ὑλικά ἀγαθά. Ἐνῶ ἡ ἀγἀπη ἑνώνει τήν ψυχή μέ τίς ἀρετές τοῦ Θεοῦ, ἀναζητῶντας τόν Ἀόρατο μέ τήν νοερή αἴσθηση.
2. Κατά φύσιν ἀγαθός εἶναι μόνον ὁ Θεός. Γίνεται καί ὁ ἄνθρωπος ἀγαθός μέ τήν ἐπιμέλεια τῆς διαγωγῆς του μέσω τοῦ ὄντως ἀγαθοῦ, δηλ. τοῦ Θεοῦ. Καί ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος καί γίνεται αὐτό πού δέν εἶναι, δηλ. ἀγαθός, ὅταν ἡ ψυχή μέ τό νά ἐπιμελεῖται τό καλό πλησιάζει τόσο τό Θεό. ὅσο ἐνεργοποιεῖται ἡ δύναμή της στό ἀγαθό. Γιατί λέει ὁ Κύριος: «Νά γίνεστε ἀγαθοί καί σπλαχνικοί, ὅπως ὁ Πατέρας σας στόν οὐρανό»(Λουκ. 6,36).
3. Τό κακό, οὔτε φυσική ὕπαρξη ἔχει, ἀλλ” οὔτε καί κανένας εἶναι ἐκ φύσεως κακός. Γιατί ὁ Θεός δέν ἔπλασε τίποτε κακό. Ὅταν κανείς ἐπιθυμήσει τό κακό, τότε τό ἀνύπαρκτο ἀρχίζει καί γίνεται ὑπαρκτό, ὅπως τό θέλει ἐκεῖνος πού τό κάνει. Πρέπει λοιπόν μέ τήν ἐπιμέλεια τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ, νά ἀμελοῦμε τή συνήθεια τοῦ κακοῦ. Γιατί εἶναι πιό δυνατή ἡ φύση τοῦ καλοῦ ἀπό τή συνήθεια τοῦ κακοῦ. Καί τοῦτο γιατί τό καλό ὑπάρχει, ἐνῶ τό κακό δέν ὑπάρχει, παρά μόνο ὅταν τό πράττομε.
4. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε πλασμένοι κατ” εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Τό «καθ” ὁμοίωσιν» ὅμως τό ἔχουν μόνον ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μέ πολλή ἀγάπη ὑποδούλωσαν τήν ἐλευθερία τους στό Θεό· γιατί ὅταν δέν ἀνήκομε στούς ἐαυτούς μας, τότε εἴμαστε ὅμοιοι μέ Ἐκεῖνον πού μᾶς συμφιλίωσε μέ τόν ἑαυτό Του μέσω τῆς ἀγάπης. Αὐτό δέν μπορεῖ κανείς νά τό ἐπιτύχει, ἄν δέν πείσει τήν ψυχή του νά μήν δελεάζεται ἀπό τήν εὔκολη δόξα αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
5. Αὐτεξουσιότητα εἶναι ἡ θέληση τῆς λογικῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία στρέφεται ἀμέσως σέ ὅ,τι θέλει. Αὐτή πρέπει νά τήν παρακινοῦμε νά εἶναι ἔτοιμη πάντοτε νά στρέφεται μόνο πρός τό ἀγαθό, ὥστε πάντοτε μέ τίς ἀγαθές ἔννοιες νά ἀφανίζομε τή μνήμη τοῦ ἀγαθοῦ.
6. Φῶς αληθινῆς γνώσεως εἶναι τό νά διακρίνομε χωρίς λάθος τό καλό ἀπό τό κακό. Τότε ἡ ὁδός τῆς ἀρετῆς, ὁδηγώντας τό νοῦ στό Θεό, τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τόν εἰσάγει σέ ἄπειρο φῶς γνώσεως, ὥστε πλέον νά ζητεῖ φανερά καί μέ θάρρος τήν ἀγάπη. Πρέπει λοιπόν μέ θυμό, χωρίς ὀργή νά ἀρπάζομε τό δίκαιο ἀπό ἐκείνους πού τολμούν νά τό ὑβρίζουν καί νά τό καταπατοῦν. Γιατί ὁ ζῆλος γιά τήν εὐσέβεια μάχεται καί νικᾶ ὄχι μέ μίσος, ἀλλά μέ τόν ἐλεγχο.
7. Ὁ πνευματικός λόγος πληροφορεῖ τή νοερή αἴσθηση, γιατί προέρχεται ἀπό τόν Θεό μέ τήν ἐνέργεια τῆς ἀγάπης. Γι’αὐτό καί δέν ταλαιπωρεῖται ὁ νοῦς μας κατά τίς θεολογικές του θεωρίες, ἐπειδή δέν ἔχει τότε ἐκείνη τή φτώχεια πού ὁδηγεί στήν ἀναζήτηση νοημάτων, καθώς ἀπλώνεται σέ πνευματικές θεωρίες τόσο, ὅσο θέλει ἡ ἐνέργεια τπης ἀγάπης. Καλό λοιπόν εἶναι πάντοτε νά περιμένομε, μέ πίστη πού τήν κινεῖ ἡ άγάπη, τόν φωτισμό τοῦ λόγου. Γιατί δέν ὑπάρχει στόν κόσμο τίποτε φτωχότερο ἀπό τό νά φιλοσοφεῖ κανείς περί Θεοῦ, χωρίς νά ἔχει τό φωτισμό τοῦ Θεοῦ.
8. Ὅταν κάποιος εἶναι ἀφώτιστος, δέν πρέπει νά καταπιάνεται μέ τά πνευματικά θέματα· ἀλλά καί ἐκεῖνος πού φωτίζεται πλούσια ἀπό τήν άγαθότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν πρέπει νά ἀρχίσει νά ὁμιλεῖ γι’αὐτά. Ἡ φτώχεια στά πενυματικά φέρνει τήν ἄγνοια, ἀλλά καί ὁ πλοῦτος δεν ἐπιτρέπει τήν ὁμιλία. Γιατί τότε ἡ ψυχή μεθυσμένη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἐπιθυμεῖ μέσα στή σιωπή της νά ἀπολαμβάνει την δόξα τοῦ Κυρίου. Ὥστε πρέπει να παρατηροῦμε πότε βρισκόμαστε σέ μιά μέση κατάσταση καί τότε νά μιλᾶμε γιά τό Θεό. Αὐτή ἡ κατάσταση δίνει στή ψυχή ἕνα εἶδος λόγων γεμάτων ἀπό δόξα, ἐνῶ ἠ λαμπρότητα τοῦ θείου φωτισμοῦ τρέφει μέ πίστη τήν πίστη ἐκείνου πού λέει τούς λόγους αὐτούς, γιά νά γευθεῖ πρῶτος αὐτόςτόν καρπό τῆς θείας γνώσεως μέ τήν ἀγάπη. Γιατί ὁ γεωργός πού κοπιάζει πρέπει πρῶτος νά γεύεται τούς καρπούς(Β΄ Τιμ.2,6).
9. Ἡ σοφία καί ἡ γνώση εἶναι χαρίσματα τοῦ ἑνός Ἁγίου Πνεύματος. Τό κάθε ὅμως χάρισμα ἐνεργεῖ μέ διάφορο τρόπο. «Σέ ἄλλον δίνεται σοφία, σέ ἄλλον γνώση, ἀπό τό ἴδιο Πνεῦμα»(Α΄ Κορ. 12,8), ὅπως μαρτυρεῖ καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Καί ἡ γνώση ἐνώνει μέ τήν πείρα τόν ἄνθρωπο μέ τό Θεό, ἀλλά δέν κινεῖ τήν ψυχή σέ λόγους γιά τά ὄντα. Γι’αὐτό καί μερικοί πού ἀσκοῦν τό μοναχικό βίο, φωτίζονται ἀπό τή γνώση μέ νοερή αἴσθηση, ἀλλά ἡ ψυχή τους δέν κινεῖται σέ θείους λόγους. Ἡ σοφία ὅμως, ὅταν δοθεῖ μέ φόβο σέ κάποιον μαζί μέ τή γνώση (καί αὐτό εἶναι σπάνιο), φανερώνει τίς ἴδιες τίς ἐνέργειες τῆς θείας γνώσεως· γιατί ἡ γνώση συνηθίζει νά φωτίζει τόν νοῦ μέ τήν ἐμπειρία, ἐνῶ ἡ σοφία μέ τόν πνευματικό λόγο. Τή γνώση τήν προξενεῖ ἡ προσευχή καί ἡ πολλή ἡσυχία καί η τέλεια ἀμεριμνία, ἐνῶ τή σοφία τή προξενεῖ ἡ συνεχής μελέτη τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ, πού γίνεται χωρίς κενοδοξία· καί προπάντων ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.
10. Ὅταν τό θυμικό μέρος τῆς ψυχῆς κινεῖται κατά τῶν παθῶν, πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι εἶναι καιρός σιωπῆς, γιατί εἶναι ὥρα ἀγώνα. Ὅταν κάποιος δεῖ ὅτι ἡ ταραχή ἐκείνη, μέ τήν προσευχή ἤ μέ τήν ἐλεημοσύνη καί τήν συμπάθεια, μεταβλήθηκε σέ γαλήνη, τότε ἄς κινεῖ τήν ψυχή του στόν ἔρωτα τῶ λόγων τοῦ Θεοῦ, ἀσφαλίζοντας ὅμως μέ τό δεσμό της ταπεινοφροσύνης τά φτερά τοῦ νοῦ. Γιατί ἄν κανείς δέν ταπεινώσει ὑπερβολικά τόν ἑαυτό του μέ τέλεια καταφρόνηση, δέν μπορεῖ νά ὁμιλεῖ γιά τήν μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ.
11. Ὁ πνευματικός λόγος φυλάγει πάντοτε τήν ψυχή ἀπό τήν κενοδοξία, γιατί τή φωτίζει σέ ὅλα τά μέρη της καί τήν κάνει νά μήν ἔχει ἀνάγκη άπό άνθρώπινη τιμή. Γι” αὐτό καί φυλάγει τη διάνοια ἀπό φαντασίες, καθώς τήν ἀλλοιώνει καί τήν στρέφει ὁλόκληρη στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα ὁ λόγος τῆς σοφίας τοῦ κόσμου παρακινεῖ πάντοτε τόν ἄνθρωπο στη φιλοδοξία· ἐπειδή δέν ἱκανοποιεῖ μέ νοερή αἴσθηση τήν ψυχή, προξενεῖ στούς ὁπαδούς του ἀγάπη γιά ἐπαίνους, ἀφοῦ εἶναι δημιούργημα κενόδοξων ἀνθρώπων. Θα γνωρίζομε λοιπόν τήν ἐνέργεια τοῦ θείου καί πνευματικοῦ λόγου χωρίς νά πλανηθοῦμε, ὅταν δαπανοῦμε τίς ὦρες πού δέν μιλᾶμε, σέ σιωπή χωρίς μέριμνες καί στή θερμή μνήμη τοῦ Θεοῦ.
12. Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του, δέν μπορεῖ νά ἀγαπᾶ τό Θεό. Ἐκεῖνος πού δέν ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του ἐξαιτίας τοῦ ὑπερβολικοῦ πλούτου της ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, αὐτός ἀγαπᾶ τό Θεό. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν ζητεῖ ποτέ τήν δική του δόξα, ἀλλά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του, ζητεῖ τήν δική του δόξα· ἐκεῖνος ὅμως πού ἀγαπᾶ τό Θεό, ἀγαπᾶ τή δόξα τοῦ Δημιουργοῦ του. Εἶναι ἰδίωμα τῆς ψυχῆς πού ἔχει πνευματική αἴσθηση καί ἀγαπᾶ τό Θεό, τό νά ζητεῖ πάντοτε τή δόξα τοῦ Θεοῦ σέ ὅλες τίς ἐντολές πού πράττει καί νά εὐχαριστεῖται στήν δική της ταπείνωση. Γιατί στό Θεό πρέπει ἡ δόξα γιά τή μεγαλωσύνη Του, ἐνῶ στόν ἄνθρωπο ἁρμόζει ἡ ταπείνωση μέ τήν ὁποία γινόμαστε οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ. Ὅ.τι καί ἄν κάνομε, ἄς λέμε πάντοτε κι ἐμεῖς μέ χαρά γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνο πού ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής: «“Εκεῖνος πρέπει νά δοξάζεται, ἐνῶ ἐμεῖς νά μικραίνομε»(Ιω. 3,30).
13. Γνωρίζω κάποιον, ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ τόσο πολύ τό Θεό (καί ὅμως πενθεῖ γιατί δέν Τόν ἀγαπᾶ ὅσο θά ἤθελε), ὥστε ἡ ψυχή του νά βρίσκεται ἀκατάπαυστα σέ μιά τέτοια θερμή ἐπιθυμία, ὥστε ὁ Θεός νά δοξάζεται ἀπό αὐτόν, ἐνῶ ὁ ἴδιος νά εἶναι σάν νά μήν ὑπάρχει. Ὁ ἴδιος οὔτε γνωρίζει ὅτι ἔχει τόση ἀγάπη πρός τό Θεό, ἀκόμα καί ὅταν τόν ἐπαινοῦν. Καί αὐτό συμβαίνει, γιατί ἀπό τήν πολλή ἐπιθυμία τῆς ταπεινώσεως δέν ἐννοεῖ τήν ἀξία του, ἀλλά ὑπηρετεῖ τό Θεό, ὅπως εἶναι νόμος γιά τούς ἱερεῖς· καί ἀπό τήν πολλή ἀγάπη του προς τόν Θεό, λησμονεῖ τήν ἀξία του, κρύβοντας στό βάθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ το καύχημά του γι’αὐτή μέ πνεῦμα ταπεινώσεως. Ἔτσι φαίνεται πάντοτε στόν ἑαυτό του ἀχρεῖος δοῦλος, κατώτερος τῆς ἀξίας του, ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς ταπεινώσεως. Αὐτό πρέπει νά τό κάνομε κι ἐμεῖς καί νά αποφεύγομε κάθε τιμή καί δόξα γιά χάρη τοῦ ὑπερβολικοῦ πλοῦτου τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου, πού τόσο μᾶς ἀγαπᾶ.
14. Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τό Θεό μέ αἴσθηση καρδιᾶς, ἐκεῖνος εἶναι γνώριμος τοῦ Θεοῦ(Α΄ Κορ. 8,3). Γιατί ὅσο περισσότερο δέχεται κανείς μέ αἴσθηση ψυχῆς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τόσο περισσότερο αὐξάνει τήν ἀγάπη του στό Θεό. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν παύει ποτέ μέ ἕναν σφοδρό ἔρωτα νά ἐπιθυμεῖ νά γνωρίσει περισσότερο το Θεό, μέχρις ὅτου τόν αἰσθανθεῖ καί μέ αὐτήν τήν αἴσθηση τῶν ὁστῶν του. Δέν γνωρίζει πλέον τόν ἑαυτόν του, ἀλλά ε῟ιναι ὁλόκληρος ἀλλοιωμένος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σ” αὐτόν τόν κόσμο\, ἀλλά καί δέν βρίσκεται σ” αὐτόν. Βρίσκεται σ” αὐτόν μέ τό σῶμα του, ἀλλά ζεῖ μέ τήν ἀγάπη ἔξω ἀπό τόν κόσμο, καθῶς ἡ ψυχή του κινεῖται ἀκατάπαυστα πρός τό Θεό. Καθώς λοιπόν καίγεται ὁλοένα ἡ καρδιά του ἀπό τή φωτιά τῆς ἀγάπης, κάποιος πόθος τόν σπρώχνει νά προσκολληθεῖ στό Θεό, μιά καί βγῆκε ἔξω ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ του ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης πρός τό Θεό. «Εἴτε βγήκαμε ἀπό τόν ἑαυτό μας, τό κάναμε γιά τό Θεό, λέει ὁ Ἀπόστολος· εἴτε σωφρονοῦμε, τό κάνομε γιά σᾶς»(Β΄ Κορ. 5, 13).
15. Ὅταν ἀρχίσει κανείς νά αἰσθάνεται πλουσιοπάροχα τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε ἀρχίζει νά ἀγαπᾶ μέ πνευματική αἴσθηση καί τόν πλησίον. Αὐτή ε῟ιναι ἡ ἀγάπη γιἀ τήν ὁποία μιλοῦν ὅλες οἱ Γραφές. Ἡ κατά σάρκα φιλία πολύ εὔκολα διαλύεται, ὅταν βρεθεῖ κάποια ἀσήμαντη αἰτία, γιατί δέν ε῟ιναι δεμένη μέ τήν πνευματική αἴσθηση. Στόν ἄνθρωπο ὅμως πού στήν ψυχή του ἐνεργεῖ ὁ Θεός, καί ἄν συμβεῖ κάποιος ἐρεθισμός, δέν λύνεται ὁ δεσμός τῆς ἀγάπης. Γιατί μέ τήν θερμότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἡ ψυχή ξαναθερμαίνει τόν ἑαυτό της στό καλό καί γρήγορα ξαναφέρνει μέσα της τήν ἀγάπη τοῦ πλησίον μέ πολλή χαρά, ἀκόμη καί ἄν ἔχει ὑβρισθεῖ ἤ ζημιωθεῖ ὑπερβολικά ἀπό αὐτόν· καί μέ τή γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ ἐξουδετερώνει τήν πικρία τῆς φιλονεικίας.
16. Κανένας δέν μπορεῖ νά ἀγαπήσει τό Θεό μέ αἴσθηση καρδιᾶς, ἄν πρωτύτερα δέν Τον φοβηθεῖ μέ ὅλη του τήν καρδιά. Γιατί ἡ ψυχή φτάνει σ” αὐτή τήν ἀγάπη ἀφοῦ ἐξαγνιστεῖ καί μαλακώσει, κατά κάποιο τρόπο, μέ τήν ἐνέργεια τοῦ φόβου. Δέν μπορεῖ ὅμως κανείς νά φτάσει στό φόβο τοῦ Θεοῦ, μέ τόν τρόπο πού εἴπαμε, ἄν δέν ἐγκαταλείψει κάθε φροντίδα τοῦ βίου. Γιατί ὅταν ὁ νοῦς βρεθεῖ σέ πολλή ἡσυχία καί ἀμεριμνία, τότε τόν ἐνοχλεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί τόν καθαρίζει ἀπό κάθε γήινο, γιά νά τόν φέρει σέ μεγάλη ἀγάπη τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ. Ὤστε ὁ φόβος ἀνήκει σ” ἐκείνους πού βρίσκονται στό στάδιο τοῦ καθαρισμοῦ ἀπό τήν ἀμαρτία καί ἔχουν μιά μέτρια ἀγάπη. Ἡ τέλεια ὅμως ἀγάπη ἀνήκει σ” ἐκείνους πού ἔχουν ἤδη καθαριστεῖ, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν φόβο· γιατί ἡ τέλεια ἀγάπη διώχνει τό φόβο(Α΄ Ιω. 4, 18). Ἀλλά, και τα δύο -ὁ φόβος καί ἡ ἀγάπη -ἀνήκουν στούς δικαίους μόνο, οἱ ὁποῖοι μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καλλιεργοῦν τίς ἀρετές. Γι” αὐτό ἡ Γραφή, ἀλλοῦ λέει: «Φοβηθεῖτε τόν Κύριο ὅλοι οἱ Ἅγιοί του»(Ψαλμ.33,10), κι ἀλλοῦ λέει: «Ἀγαπῆστε τόν Κύριο ὅλοι οἱ ὅσιοί Του»Ψαλμ. 30,24)· γιά νά μάθομε καλά ὅτι στούς δίκαιους πού καθαρίζονται ἀκόμη, ἀνήκει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦμέ μιά μέτρια ἀγάπη, ὅπως εἴπαμε, ἐνῶ ἡ τέλεια ἀγάπη ἀνήκει σέ ὅσους ἔχουν καθαριστεῖ. Σέ αὐτούς δέν ὑπάρχει ἴχνος κανενός φόβου, ἀλλά ἀκατάπαυστη φλογερή ἀγάπη καί προσκόλληση τῆς ψυχῆς στό Θεό μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως λέει και ὁ προφήτης Δαβίδ: «Προσκολλήθηκε ἡ ψυχή μου σέ Σένα καί σέ ἀκολουθεῖ· μέ κράτησε τό δεξί Σου χέρι»(Ψαλμ. 62,9).
17. Τά σωματικά τραύματα, ὅταν μείνουν ἀπεριποίητα καί σκληρυνθοῦν, δέν αἰσθάνονται τά φάρμακα τῶν γιατρῶν, ἐνῶ ὅταν καθαριστοῦν, ἐπηρεάζονται ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ φαρμάκου και θεραπεύονται γρήγορα. Ἔτσι καί ἡ ψυχή, ὅσο δέν τήν ἐπιμελεῖται κανείς καί ε῟ιναι ὁλόκληρη σκεπασμένη ἀπό τή λέπρα τῆς φιληδονίας, δέν μπορεῖ νά αἰσθανθεῖ τό φόβο τοῦ Θεοῦ, καί ἄν ἀκόμη κανείς ἀκατάπαυστα τῆς μιλάει γιά τό φοβερό δικαστήριο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὅμως ἀρχίσει μέ τή μεγάλη προσοχή καί ἐπιμέλεια νά καθαρίζεται, τότε αἰσθάνεται σἀν ζωοποιό φάρμακο τό φόβο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τήν καίει μέ τούς ἐλέγχους τῆς συνειδήσεως στή φωτιά τῆς ἀπάθειας. Ἔτσι σιγά σιγά καθαρίζεται ὥσπου νά φτάσει στήν τέλεια κάθαρση. Καί ὅσο λιγοστεύει ὁ φόβος τόσο πληθαίνει ἡ ἀγάπη της, μέχρις ὅτου φτάσει στήν τέλεια ἀγάπη, ὅπου καθώς εἴπαμε δέν ὑπάρχει φόβος, ἀλλά ἀπάθεια πού κατορθώνεται ὅλη μέ τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἄς ε῟ιναι λοιπόν σ” ἐμᾶς παντοτινό καύχημα καυχημάτων, πρῶτα ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί ἔπειτα ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία ε῟ιναι ἡ ὁλοκλήρωση τῆς τελειότητας πού νομοθετεῖ ὁ Χριστός.
18. Ἐκείνη ἡ ψυχή πού δέν ἔχει ἀπαλλαχθεῖ ἀπό τίς κοσμικές φροντίδες, οὔτε τό Θεό μπορεῖ νά ἀγαπήσει πραγματικά, οὔτε τόν διάβολο νά μισήσει ὅσο τοῦ ἀξίζει, γιατί ἔχει ἐπάνω της τήν μέριμνα τοῦ βίου πού τήν κατασκεπάζει μέ τό βάρος της. Γι” αὐτό ὁ νοῦς δέν μπορεῖ νά δικάσει μέ τήν κρίση του ὅσα ὁδηγοῦν στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἤ στό μίσος τοῦ διαβόλου, ὥστε νά ἀποφασίσει χωρίς νά πλανηθεῖ. Γιά τόν καθένα λοιπόν ε῟ιναι ὁπωσδήποτε χρήσιμη ἡ ἀναχώρηση.
19. Τό ἱδιαίτερο χαρακτηριστικό τῆς καθαρῆς ψυχῆς ε῟ιναι λόγος χωρίς φθόνο, ζῆλος χωρίς κακία καί ἀκατάπαυστος ἔρωτας τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Τότε καί ὁ νοῦς παραμένει μέσα στήν διάνοιά του, πού ἔχει γίνει σάν ἕνα ὁλοκάθαρο μέσο κρίσεως, και διευθετεῖ μέ ἀκρίβεια τίς πλάστιγγές του.
20. Πίστη χωρίς ἔργα καί ἔργα χωρίς πίστη θ” ἀπορριφθοῦν ἐξίσου ἀπό τό Θεό. Πρέπει ὁ πιστός νά προσφέρει στόν Κύριο πίστη πού φανερώνεται μέ τά ἔργα. Ὁ πατέρας μας Ἀβραάμ δέ θά δικαιωνόταν ἀπό τήν πίστη του(Ιακ. 2,21), ἄν δέν πρόσφερε ὡς καρπό της στο Θεό τό γιό του Ἰσαάκ(Γεν. 22,1-19).